griego » alemán

Traducciones de „Κνω“ en el diccionario griego » alemán (Ir a alemán » griego)

I . κάνω <έκανα, καμώθηκα, καμωμένος> [ˈkanɔ] VERB trans.

6. κάνω (επαγγέλλομαι):

8. κάνω (βλάπτω κάποιον):

9. κάνω (διανύω):

11. κάνω (στοιχίζω):

άνω [ˈanɔ] ADV.

2. άνω (προς τα πάνω):

3. άνω (παραπάνω από):

I . κιν|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ciˈnɔ] VERB trans.

1. κινώ (το χέρι, ένα αντικείμενο κτλ):

3. κινώ (παρακινώ):

4. κινώ (προωθώ):

II . κιν|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ciˈnɔ] VERB intr.

1. κινώ (ξεκινώ: ως πεζός):

2. κινώ (ξεκινώ: με όχημα):

III . κινούμαι o κινιέμαι VERB v. refl.

2. κινούμαι o κινιέμαι (ενεργώ κάπως, κάνω κάτι):

4. κινούμαι o κινιέμαι (έχω κινητήρια δύναμη):

I . καίω <έκαψα, κάηκα, καμένος> [ˈcɛɔ] VERB trans.

II . καίω <έκαψα, κάηκα, καμένος> [ˈcɛɔ] VERB intr.

2. καίω (είμαι καυτός):

I . κό|βω <-ψα, -πηκα, -μμένος> [ˈkɔvɔ] VERB trans.

2. κόβω (σε μαγνητοταινία, φιλμ: βγάζω):

3. κόβω (σπάζω):

6. κόβω (μισθό, επίδομα):

7. κόβω (επαφή, σχέσεις):

8. κόβω (λουλούδια):

9. κόβω (ρεύμα):

10. κόβω (δέντρο):

11. κόβω (νομίσματα):

12. κόβω (τράπουλα):

II . κό|βω <-ψα, -πηκα, -μμένος> [ˈkɔvɔ] VERB intr.

1. κόβω (άνεμος):

2. κόβω (βροχή, πυρετός):

3. κόβω (γάλα):

III . κόβομαι VERB v. refl. (ρεύμα)

I . ζώ|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈzɔnɔ] VERB trans.

1. ζώνω (δένω πάνω μου):

sich dat. umbinden

II . ζώ|νω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈzɔnɔ] VERB depo. trans.

σώ|νω <-σα, -θηκα, -σμένος> [ˈsɔnɔ] VERB trans. (εξαντλώ)

I . χώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈxɔnɔ] VERB trans.

2. χώνω (θάβω):

II . χώνομαι VERB v. refl.

1. χώνομαι (σε στενό χώρο):

2. χώνομαι (ανακατεύομαι):

I . δέ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈðɛnɔ] VERB trans.

II . δέ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈðɛnɔ] VERB intr. (για σάλτσα)

I . λύ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈlinɔ] VERB trans.

1. λύνω (σκοινί, σκύλο):

2. λύνω (κόμπο, πρόβλημα):

3. λύνω (μηχανή):

4. λύνω (διαφορά):

5. λύνω (ακυρώνω: σύμβαση, γάμο):

6. λύνω (εταιρεία):

πάνω [ˈpanɔ] ADV.

II . χά|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈxanɔ] VERB intr. (σε παιχνίδι, δίκη, μάχη)

III . χάνομαι VERB v. refl.

2. χάνομαι (εξαφανίζομαι για πάντα):

3. χάνομαι (καταστρέφομαι):

4. χάνομαι (πεθαίνω σε καταστροφή):

5. χάνομαι (χάνω το δρόμο):

I . χύ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ˈçinɔ] VERB trans.

1. χύνω (υγρό, σίδερο):

2. χύνω (κατά λάθος: κρασί κτλ):

3. χύνω (εκσπερματώνω):

II . χύνομαι VERB v. refl.

1. χύνομαι (γάλα):

2. χύνομαι (ποταμός):

sich ergießen in +acus.

3. χύνομαι (για πλήθος: ορμώ):

βάνω VERB

Entrada creada por un usuario
βάνω coloq.

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский