griego » alemán

χαφ [xaf] SUBST m inv. (στο ποδόσφαιρο)

έαρ <-ος> [ˈɛar] SUBST nt

χάρη [ˈxari] SUBST f

1. χάρη (προσώπου, κινήσεων):

Anmut f

2. χάρη (γοητεία):

Charme m
ihre Reize m pl.

3. χάρη (ευγνωμοσύνη):

Dank m

I . χακί [xaˈci] SUBST nt inv. (ύφασμα)

II . χακί [xaˈci] ADJ. inv.

χαλί [xaˈli] SUBST nt

I . χαλ|ώ [xaˈlɔ], χαλ|νώ [xalˈnɔ] <-άς, -ασα, -άστηκα, -ασμένος> VERB trans.

2. χαλώ (φρούτα):

5. χαλώ (χρήματα: ξοδεύω):

6. χαλώ (μαλλιά: μπερδεύω):

8. χαλώ (το στομάχι, διαφθείρω ηθικά):

9. χαλώ (παραχαϊδεύω, κακομαθαίνω):

II . χαλ|ώ [xaˈlɔ], χαλ|νώ [xalˈnɔ] <-άς, -ασα, -άστηκα, -ασμένος> VERB intr.

1. χαλώ (καταστρέφομαι: πράγμα):

2. χαλώ (φρούτο):

3. χαλώ (καιρός):

ήπα|ρ <-τος> [ˈipar] SUBST nt

μπαρ1 [bar]

μπαρ (μαγαζί) SUBST nt:

μπαρ inv.
Bar f

σταρ [star] SUBST mf inv.

χήρα [ˈçira] SUBST f

I . χωρ|ώ <-άς [ή -είς], -εσα> [xɔˈrɔ] VERB trans. (μπορώ να περιλάβω)

II . χωρ|ώ <-άς [ή -είς], -εσα> [xɔˈrɔ] VERB intr. (βρίσκω χώρο να μπω)

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский