griego » alemán

σος [sɔs] SUBST f inv.

τος (τη)

όρος2 [ˈɔrɔs] SUBST m

οδός [ɔˈðɔs] SUBST f

2. οδός fig.:

Weg m

ορός [ɔˈrɔs] SUBST m MED.

οξ|ύς <-εία, -ύ> [ɔˈksis] ADJ.

1. οξύς (κοφτερός):

2. οξύς (αιχμηρός):

3. οξύς (διαπεραστικός: φωνή, ήχος):

4. οξύς (έντονος: πόνος, λογομαχία):

5. οξύς (ξινός):

6. οξύς MED. (αρρώστια):

7. οξύς (απάντηση, λόγια, τόνος):

8. οξύς (χαρακτήρας):

rau

9. οξύς (όραση, νους):

10. οξύς (ακοή):

ήθος [ˈiθɔs] SUBST nt

1. ήθος (χαρακτήρας):

2. ήθος (ηθικά ικανοποιητικός χαρακτήρας):

σώ|ος <-α, -ο> [ˈsɔɔs] ADJ.

ύφος [ˈifɔs] SUBST nt

1. ύφος (τρόπος έκφρασης):

Stil m

2. ύφος (πρόσωπο):

Gesicht nt

4. ύφος (στάση):

5. ύφος (τρόπος):

Art f

φλος [flɔs] SUBST nt inv.

Χίος [ˈçiɔs] SUBST f

ώμος [ˈɔmɔs] SUBST m

2. ώμος (τμήμα ρακέτας του τένις):

Herz nt

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский