griego » alemán

μέρος [ˈmɛrɔs] SUBST nt

3. μέρος (αποχωρητήριο):

5. μέρος TEAT. (ρόλος):

Rolle f

6. μέρος (σε δίκη):

Partei f

αέρας [aˈɛras] SUBST m

5. αέρας (χρηματική αποζημίωση):

δέρ|ας <-ατος> [ˈðɛras] SUBST nt

1. δέρας (δέρμα):

2. δέρας (με τρίχωμα):

Fell nt

κέρας [ˈcɛras] SUBST nt

2. κέρας (παράταξης):

Flanke f

μερικώς [mɛriˈkɔs] ADV.

1. μερικώς (εν μέρει):

2. μερικώς (για εργασία):

μερικ|ός <-ή, -ό> [mɛriˈkɔs] ADJ.

μεράκι [mɛˈraci] SUBST nt

3. μεράκι (ζήλος):

Eifer m

4. μεράκι (κέφι):

μερίδα [mɛˈriða] SUBST f

1. μερίδα (μέρος):

Teil m

3. μερίδα (φαγητού):

4. μερίδα (κόμμα):

Partei f

μερί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [mɛˈrizɔ] VERB trans.

1. μερίζω (χωρίζω σε μερίδια):

2. μερίζω (διανέμω):

αγέρας [aˈjɛras] SUBST m

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский