griego » alemán

περιοδικ|ός <-ή, -ό> [pɛriɔðiˈkɔs] ADJ.

περιοδεία [pɛriɔˈðia] SUBST f

1. περιοδεία (ταξίδι):

2. περιοδεία (τραγουδιστή):

I . περιοδ|εύω <-εψα> [pɛriɔˈðɛvɔ] VERB trans. (κάποιον τόπο)

II . περιοδ|εύω <-εψα> [pɛriɔˈðɛvɔ] VERB intr. (κάνω περιοδεία)

περίπλ|ους <-ου> [pɛˈriplus] SUBST m

περίοικος [pɛˈriikɔs] SUBST m

I . περιορί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [pɛriɔˈrizɔ] VERB trans.

1. περιορίζω (περικλείνω μέσα σε όρια):

2. περιορίζω (ελαττώνω, μετριάζω):

3. περιορίζω (χαλιναγωγώ):

II . περιορίζομαι VERB v. refl.

περιουσία [pɛriuˈsia] SUBST f

1. περιουσία (υπάρχοντα):

περιοριστής [pɛriɔrisˈtis] SUBST m (γενικά)

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский