griego » alemán
Los resultados a continuación se escriben de forma parecida: κτίζω , ραντίζω , κραγιόν , αλατίζω , κρατώ y/e κράζω

κρά|ζω <-ξα> [ˈkrazɔ] VERB trans./intr.

I . κρατ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [kraˈtɔ] VERB trans.

2. κρατώ (δε δίνω πίσω, τυπώνω στο μυαλό):

3. κρατώ (δεν αφήνω):

4. κρατώ (αντέχω):

5. κρατώ (φυλάω: γράμματα κτλ):

6. κρατώ (θέσεις, τραπέζι):

7. κρατώ (δραπέτη):

II . κρατ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [kraˈtɔ] VERB intr.

1. κρατώ (διαρκώ):

2. κρατώ (κατάγομαι):

III . κρατιέμαι VERB v. refl.

1. κρατιέμαι (να μην πέσω):

2. κρατιέμαι (να μη χάσω τον αυτοέλεγχο):

3. κρατιέμαι (από υγεία):

αλατί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [alaˈtizɔ] VERB trans.

κραγιόν [kraˈjɔn] SUBST nt inv., κραγιόνι [kraˈjɔni] SUBST nt

ραντί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ranˈdizɔ] VERB trans.

κτί|ζω [ˈktizɔ], χτί|ζω [ˈxtizɔ] <-σα, -στηκα, -σμένος> VERB trans.

1. κτίζω (κτίσμα):

2. κτίζω (δημιουργώ):

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский