griego » alemán

Πειραιάς [pirɛˈas] SUBST m

πειρατής [piraˈtis] SUBST m

πειρατικ|ός <-ή, -ό> [piratiˈkɔs] ADJ. και fig. (σταθμός)

πειραχτικ|ός <-ή, -ό> [piraxtiˈkɔs] ADJ.

1. πειραχτικός (που αστειεύεται, που πειράζει):

2. πειραχτικός (που θίγει):

I . πειρά|ζω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [piˈrazɔ] VERB trans.

1. πειράζω (ερεθίζω, ενοχλώ, κοροϊδεύω):

5. πειράζω (θίγω):

7. πειράζω (μηχανάκι):

II . πειράζομαι VERB v. refl.

πειραματισμός [piramatizˈmɔs] SUBST m

πείραγμα [ˈpiraɣma] SUBST nt (ενόχληση, πειραχτικός αστεϊσμός)

πειραχτήρι [piraxˈtiri] SUBST nt

πειραματόζωο [piramaˈtɔzɔɔ] SUBST nt

απείραχτ|ος <-η, -ο> [aˈpiraxtɔs] ADJ.

1. απείραχτος (αντικείμενο):

2. απείραχτος (άνθρωπος):

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский