griego » alemán

ακάματ|ος <-η, -ο> [aˈkamatɔs] ADJ.

αόμματ|ος <-η, -ο> [aˈɔmatɔs] ADJ.

ασώματ|ος <-η, -ο> [aˈsɔmatɔs] ADJ.

1. ασώματος (χωρίς σώμα):

2. ασώματος (άυλος):

ασύρματος [aˈsirmatɔs] SUBST m

αγράμματ|ος <-η, -ο> [aˈɣramatɔs] ADJ.

ημιαυτόματ|ος <-η, -ο> [imiafˈtɔmatɔs] ADJ.

αφιλοχρήματ|ος <-η, -ο> [afilɔˈxrimatɔs] ADJ. (ανιδιοτελής)

αλιευτική [aliɛftiˈci] SUBST f

αλιευτικό [aliɛftiˈkɔ] SUBST nt

1. αλιευτικό (μικρό):

2. αλιευτικό (μεγάλο):

γιομάτος [jɔˈmatɔs]

γιομάτος s. γεμάτος

Véase también: γεμάτος

εγχρήματ|ος <-η, -ο> [ɛŋˈxrimatɔs] ADJ.

φιλοχρήματ|ος <-η, -ο> [filɔˈxrimatɔs] ADJ.

γλυκοαίματ|ος <-η, -ο> [ɣlikɔˈɛmatɔs] ADJ.

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский