griego » alemán

έλεγχος [ˈɛlɛŋxɔs] SUBST m

έλεγχος
έλεγχος αποσκευών
αστυνομικός έλεγχος
έλεγχος γεννήσεων
έλεγχος διαβατηρίων
έλεγχος των εξοπλισμών
έλεγχος κυκλοφορίας
έλεγχος λειτουργίας
λογιστικός έλεγχος ECON.
έλεγχος παραγωγής
έλεγχος ποιότητας, ποιοτικός έλεγχος
συνοριακός έλεγχος
ταμιακός έλεγχος
τελωνειακός έλεγχος
φορολογικός έλεγχος

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский