griego » alemán

χρεία [ˈxria] SUBST f

1. χρεία (ανάγκη):

2. χρεία (στέρηση, φτώχεια, άμεση ανάγκη):

Not f

τάρε [ˈtarɛ] SUBST nt inv. (στο κέντο)

χέρι [ˈçɛri] SUBST nt

1. χέρι (από τους καρπούς και κάτω):

Hand f
Finger weg (von …)!

3. χέρι (λαβή):

Griff m

5. χέρι (σε έρευνα, διάβασμα: πέρασμα):

χάρη [ˈxari] SUBST f

1. χάρη (προσώπου, κινήσεων):

Anmut f

2. χάρη (γοητεία):

Charme m
ihre Reize m pl.

3. χάρη (ευγνωμοσύνη):

Dank m

χήρα [ˈçira] SUBST f

I . χωρ|ώ <-άς [ή -είς], -εσα> [xɔˈrɔ] VERB trans. (μπορώ να περιλάβω)

II . χωρ|ώ <-άς [ή -είς], -εσα> [xɔˈrɔ] VERB intr. (βρίσκω χώρο να μπω)

I . χρεώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [xrɛˈɔnɔ] VERB trans. (λογαριασμό)

II . χρεώνομαι VERB v. refl.

1. χρεώνομαι (λογαριασμός):

2. χρεώνομαι (κάνω χρέη):

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский