griego » alemán

κοσμ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [kɔzˈmɔ] VERB trans.

ακοσμία [akɔzˈmia] SUBST f

1. ακοσμία (ανάρμοστη συμπεριφορά):

2. ακοσμία FILOS.:

άκοσμ|ος <-η, -ο> [ˈakɔzmɔs] ADJ.

1. άκοσμος (άτακτος):

2. άκοσμος (ανάρμοστος):

κόσμος [ˈkɔzmɔs] SUBST m

κοσμικ|ός <-ή, -ό> [kɔzmiˈkɔs] ADJ.

1. κοσμικός (του διαστήματος):

2. κοσμικός (επίγειος):

3. κοσμικός (όχι κληρικός):

4. κοσμικός (κοινωνικός: υποχρεώσεις κτλ):

gesellschaftlich, Gesellschafts-

5. κοσμικός (μεγαλοπρεπής, μοντέρνος, της αριστοκρατίας):

κοσμάκης [kɔzˈmacis] SUBST m

κοσμίδιο [kɔzˈmiðiɔ] SUBST nt BIOL.

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский