griego » alemán

καθοίκι [kaˈθici] SUBST nt

1. καθοίκι (δοχείο):

2. καθοίκι vulg. (άνθρωπος):

καθαυτό [kaθafˈtɔ], καθαυτού [kaθafˈtu] ADV.

1. καθαυτό (γνήσια):

2. καθαυτό (πραγματικά):

3. καθαυτό (ουσιαστικά, βασικά):

καθότι [kaˈθɔti] CONJ.

I . μπουμ [bum] SUBST nt inv.

1. μπουμ (κρότος):

Knall m

2. μπουμ (ανοδική τάση):

Boom m

καθετή [kaθɛˈti] SUBST f

I . καθί|ζω <-σα, -σμένος> [kaˈθizɔ] VERB trans.

II . καθί|ζω <-σα, -σμένος> [kaˈθizɔ] VERB intr.

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский