griego » alemán

I . αποδεί|χνω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [apɔˈðixnɔ] VERB trans.

1. αποδείχνω MAT.:

2. αποδείχνω (τεκμηριώνω):

αποδεικνύω

αποδεικνύω s. αποδείχνω

Véase también: αποδείχνω

I . αποδεί|χνω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [apɔˈðixnɔ] VERB trans.

1. αποδείχνω MAT.:

2. αποδείχνω (τεκμηριώνω):

αποδιώ|χνω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [apɔˈðjɔxnɔ] VERB trans.

αποδεικτικό [apɔðiktiˈkɔ] SUBST nt

1. αποδεικτικό (ό,τι αποδείχνει κάτι):

Beleg m

2. αποδεικτικό (έγγραφο):

αποδελτιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [apɔðɛltiˈɔnɔ] VERB trans.

απόδειξ|η <-εις> [aˈpɔðiksi] SUBST f

2. απόδειξη fig. (ευγνωμοσύνης):

Zeugnis nt

αποδεικτικ|ός <-ή, -ό> [apɔðiktiˈkɔs] ADJ. DER.

αποδεδειγμέν|ος <-η, -ο> [apɔðɛðiɣˈmɛnɔs] ADJ.

αποδεκτ|ός <-ή, -ό> [apɔðɛkˈtɔs] ADJ.

1. αποδεκτός (που μπορεί να γίνει δεκτός):

locuciones, giros idiomáticos:

αποδεσμ|εύω <-ευσα, -εύτηκα, -ευμένος> [apɔðɛzˈmɛvɔ] VERB trans.

αποδέχ|ομαι <-τηκα> [apɔˈðɛxɔmɛ] VERB depo. trans.

1. αποδέχομαι (δέχομαι):

2. αποδέχομαι (συμφωνώ):

αναπόδεικτ|ος [anaˈpɔðiktɔs], αναπόδειχτ|ος [anaˈpɔðixtɔs] <-η, -ο> ADJ.

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский