griego » alemán

τένοντας [ˈtɛnɔndas] SUBST m

σκοτωμός [skɔtɔˈmɔs] SUBST m

1. σκοτωμός (σκότωμα):

2. σκοτωμός (αιματοχυσία, σφαγή):

3. σκοτωμός fig. (συνωστισμός):

σκοτούρα [skɔˈtura] SUBST f

1. σκοτούρα (φροντίδα):

Sorge f

2. σκοτούρα (μπελάς):

Ärger m

σκοτειν|ός <-ή, -ό> [skɔtiˈnɔs] ADJ.

1. σκοτεινός (άφεγγος, σκούρος):

2. σκοτεινός fig. (θλιβερός, δυστυχής):

3. σκοτεινός fig. (μέλλον):

4. σκοτεινός fig. (ύποπτος, αδιαφανής):

σκοταδιστής (σκοταδίστρια) [skɔtaðisˈtis, skɔtaˈðistria] SUBST m/f (f)

διάττοντας [ðiˈatɔndas] SUBST m

κυνόδοντας [ciˈnɔðɔndas] SUBST m

σμιλόδοντας [zmiˈlɔðɔndas] SUBST m

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский