griego » alemán

μέτωπο [ˈmɛtɔpɔ] SUBST nt

1. μέτωπο (κεφαλιού):

μέτωπο
Stirn f
έχω το μέτωπο ψηλά fig.
κατά μέτωπο (επίθεση)

2. μέτωπο (πρόσοψη):

μέτωπο

3. μέτωπο MILIT.:

μέτωπο
Front f
λαϊκό μέτωπο POL.

4. μέτωπο METEO.:

μέτωπο
Front f
θερμό μέτωπο
μέτωπο πάγου
πολικό μέτωπο
ψυχρό μέτωπο

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский