griego » alemán

επικράτεια [ɛpiˈkratia] SUBST f

1. επικράτεια (κράτος):

Staat m

2. επικράτεια (έδαφος):

επικριτής (επικρίτρια) [ɛpikriˈtis, ɛpiˈkritria] SUBST m/f (f)

1. επικριτής (αυτός που κάνει κριτική):

Kritiker(in) m (f)

2. επικριτής (αυτός που κατηγορεί, που μέμφεται):

Bemängeler(in) m (f)

επικρατ|ώ <-είς, -ησα> [ɛpikraˈtɔ] VERB intr.

3. επικρατώ (επιβάλλομαι):

επικροτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛpikrɔˈtɔ] VERB trans.

επικρατ|ών <-ούσα, -ούν> [ɛpikraˈtɔn] ADJ.

επικριτικ|ός <-ή, -ό> [ɛpikritiˈkɔs] ADJ.

επικρότησ|η <-εις> [ɛpiˈkrɔtisi] SUBST f

επικράτησ|η <-εις> [ɛpiˈkratisi] SUBST f

1. επικράτηση (το να επικρατεί κάτι):

2. επικράτηση (επιβολή):

επ|ικρίνω <-έκρινα, -ικρήθηκα, -ικριμένος> [ɛpiˈkrinɔ] VERB trans.

επίκρισ|η <-εις> [ɛˈpikrisi] SUBST f

1. επίκριση (κριτική):

Kritik f

επ|ικρούω <-έκρουσα> [ɛpiˈkruɔ] VERB trans. MED.

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский