griego » alemán

απαιτητ|ός <-ή, -ό> [apɛtiˈtɔs] ADJ. (χρέος)

απαιτητικ|ός <-ή, -ό> [apɛtitiˈkɔs] ADJ. (άνθρωπος, δουλειά)

επαιτεία [ɛpɛˈtia] SUBST f

απαιτ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [apɛˈtɔ] VERB trans.

1. απαιτώ (ζητώ):

2. απαιτώ (διεκδικώ):

3. απαιτώ (χρειάζομαι):

απαιτούμεν|ος <-η, -ο> [apɛˈtumɛnɔs] ADJ.

άπαικτ|ος [ˈapɛktɔs], άπαιχτ|ος [ˈapɛxtɔs] <-η, -ο> ADJ.

1. άπαικτος (ταινία):

2. άπαικτος (θεατρικό έργο):

3. άπαικτος (χαρτί τράπουλας):

4. άπαικτος fig. (άνθρωπος):

απαίσι|ος <-α, -ο> [aˈpɛsiɔs] ADJ.

απαίδευτ|ος <-η, -ο> [aˈpɛðɛftɔs] ADJ. (αμόρφωτος)

απαθ|ής <-ής, -ές> [apaˈθis] ADJ.

απαλ|ός <-ή, -ό> [apaˈlɔs] ADJ.

1. απαλός (μαλακός):

2. απαλός (ελαφρύς):

3. απαλός (τρυφερός, γλυκός):

απαντ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [apanˈdɔ] VERB trans./intr.

1. απαντώ (συναντώ):

2. απαντώ (δίνω απάντηση):

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский