griego » alemán

ραδιοορίζοντας [raðiɔɔˈrizɔndas] SUBST m

αγοραί|ος <-α, -ο> [aɣɔˈrɛɔs] ADJ.

1. αγοραίος (της αγοράς):

Markt-

2. αγοραίος (χυδαίος):

αγοραστ|ός <-ή, -ό> [aɣɔrasˈtɔs] ADJ.

αγορανομία [aɣɔranɔˈmia] SUBST f

αγοραφοβία [aɣɔrafɔˈvia] SUBST f

γέροντας (γερόντισσα) [ˈjɛrɔndas, jɛˈrɔndisa] SUBST m (f)

αγορανομικ|ός <-ή, -ό> [aɣɔranɔmiˈkɔs] ADJ.

αγοραφοβικ|ός <-ή, -ό> [aɣɔrafɔviˈkɔs] ADJ.

μεσάζοντας (μεσάζουσα) [mɛˈsazɔndas, mɛˈsazusa] SUBST m/f (f)

αγοραστικ|ός <-ή, -ό> [aɣɔrastiˈkɔs] ADJ.

2. αγοραστικός (αναφερόμενος στις συναλλαγές):

Markt-

αγορητής (αγορήτρια) [aɣɔriˈtis, aɣɔˈritria] SUBST m/f (f)

άρχοντας (αρχόντισσα) [ˈarxɔndas, arˈxɔndisa] SUBST m/f (f)

1. άρχοντας (αξιοπρεπής κύριος, κυρία):

2. άρχοντας (καταγόμενος από διακεκριμένο γένος):

Adlige(r) mf

3. άρχοντας (εξουσιαστής):

Herrscher(in) m (f)

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский