griego » alemán

χωρητικότητα [xɔritiˈkɔtita] SUBST f

1. χωρητικότητα (γενικά):

χωρητικότητα
χωρητικότητα

2. χωρητικότητα ELECTRNIA.:

χωρητικότητα
χωρητικότητα μνήμης
χωρητικότητα σώματος

3. χωρητικότητα NÁUT.:

χωρητικότητα
ολική χωρητικότητα σε τόνους

χωρητικότητα SUBST

Entrada creada por un usuario
χωρητικότητα AUTO. TRÁF.

Ejemplos de uso para χωρητικότητα

χωρητικότητα σώματος
χωρητικότητα μνήμης
ολική χωρητικότητα f σε τόνους
ολική χωρητικότητα σε τόνους

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский