griego » alemán

τριμμέν|ος <-η, -ο> [triˈmɛnɔs] ADJ.

1. τριμμένος (που το τρίψανε):

2. τριμμένος (ρούχα):

στριμμέν|ος <-η, -ο> [striˈmɛnɔs] ADJ.

1. στριμμένος (σκοινί):

2. στριμμένος fig. (άνθωπος):

τριμελ|ής <-ής, -ές> [trimɛˈlis] ADJ.

τριμερ|ής <-ής, -ές> [trimɛˈris] ADJ.

1. τριμερής (από τρία μέρη):

2. τριμερής (με τρεις πλευρές):

τρίμερ|ος <-η, -ο> [ˈtrimɛrɔs] ADJ.

τριμηνία [trimiˈnia] SUBST f, τρίμηνο [ˈtriminɔ] SUBST nt

τρίμην|ος <-η, -ο> [ˈtriminɔs] ADJ.

1. τρίμηνος (που διαρκεί τρεις μήνες):

2. τρίμηνος (που γίνεται κάθε τρεις μήνες):

θλιμμέν|ος <-η, -ο> [θliˈmɛnɔs] ADJ.

Τριτογενές [tritɔjɛˈnɛs] SUBST nt GEOL.

συντετριμμένος ADJ.

Entrada creada por un usuario

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский