griego » alemán

Traducciones de „λογαριασμός“ en el diccionario griego » alemán (Ir a alemán » griego)

λογαριασμός [lɔɣari̯azˈmɔs] SUBST m

2. λογαριασμός (αριθμητική πράξη):

λογαριασμός
ανακεφαλαιωτικός λογαριασμός
λογαριασμός μισθοδοσίας

3. λογαριασμός (τραπεζικός):

λογαριασμός
Konto nt
τραπεζικός λογαριασμός
ακάλυπτος λογαριασμός
λογαριασμός αποταμιεύσεων
γενικός λογαριασμός ECON. (στο ΔΝΤ)
δεσμευμένος λογαριασμός
δεσμευμένος λογαριασμός
λογαριασμός καταθέσεων
λογαριασμός κεφαλαίου
τρέχων λογαριασμός
συναλλαγματικός λογαριασμός
λογαριασμός ταμιευτηρίου
τρεχούμενος λογαριασμός
τρεχούμενος λογαριασμός
Kontoinhaber(in) m (f)

4. λογαριασμός (απολογία):

Ejemplos de uso para λογαριασμός

ετήσιος λογαριασμός CONT.
ανακεφαλαιωτικός λογαριασμός
λογαριασμός μισθοδοσίας
τραπεζικός λογαριασμός
ακάλυπτος λογαριασμός
λογαριασμός αποταμιεύσεων
γενικός λογαριασμός ECON. (στο ΔΝΤ)
δεσμευμένος λογαριασμός
λογαριασμός καταθέσεων
λογαριασμός κεφαλαίου
λογαριασμός ταμιευτηρίου
τρεχούμενος λογαριασμός
τρέχων λογαριασμός
συναλλαγματικός λογαριασμός
καταπιστευτικός λογαριασμός

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский