griego » alemán

κεφαλή [cɛfaˈli] SUBST f

2. κεφαλή (πάνω τμήμα, και μηχανήματος):

κεφαλή
Kopf m
κεφαλή ανάγνωσης
κεφαλή γραφής
κεφαλή εγγραφής
κεφαλή εκτύπωσης
κεφαλή εμβόλου
κεφαλή του ιού MED.
κεφαλή κυλίνδρου
κεφαλή πικάπ

3. κεφαλή (βίδας):

κεφαλή
Kopf m
φυτευτή κεφαλή
στρογγυλή κεφαλή
υπερυψωμένη κεφαλή

4. κεφαλή (μηχανής αυτοκινήτου):

κεφαλή μηχανής

5. κεφαλή (μαγνητοφώνου):

κεφαλή

6. κεφαλή (πομπής):

κεφαλή
Spitze f

7. κεφαλή (αρχηγός):

κεφαλή
Leiter(in) m (f)

κεφαλή SUBST

Entrada creada por un usuario

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский