griego » alemán

επικαλούμεν|ος <-η, -ο> [ɛpikaˈlumɛnɔs] ADJ.

επικάλυμμα [ɛpiˈkalima] SUBST nt

1. επικάλυμμα (οτιδήποτε καλύπτει):

2. επικάλυμμα (επένδυση):

Bezug m

επιφαινόμενο [ɛpifɛˈnɔmɛnɔ] SUBST nt

επικαλ|ούμαι <-έστηκα> [ɛpikaˈlumɛ] VERB depo. trans.

1. επικαλούμαι (καλώ: το θεό, κάποιο πνεύμα κτλ):

2. επικαλούμαι (ζητώ από κάποιον):

επικείμεν|ος <-η, -ο> [ɛpiˈcimɛnɔs] ADJ.

συγκεκαλυμμέν|ος <-η, -ο> [siɲɟɛkaliˈmɛnɔs] ADJ.

επικάλυψ|η <-εις> [ɛpiˈkalipsi] SUBST f (επιφάνειας)

επικάλυκας [ɛpiˈkalikas] SUBST m BOT.

επικαλύ|πτω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [ɛpikaˈliptɔ] VERB trans.

επικάλιο [ɛpiˈkaliɔ] SUBST nt

επικυρωμέν|ος <-η, -ο> [ɛpicirɔˈmɛnɔs] ADJ. (αντίγραφο)

επικαδμίωσ|η <-εις> [ɛpikaðˈmiɔsi] SUBST f

επικασσιτερώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [ɛpikasitɛˈrɔnɔ] VERB trans.

περικάλυμμα [pɛriˈkalima] SUBST nt

1. περικάλυμμα (λεπτό, δίσκου κτλ):

Hülle f

2. περικάλυμμα (επένδυμα):

3. περικάλυμμα (σκέπασμα):

4. περικάλυμμα (βιβλίου):

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский