griego » alemán

απόδοσ|η <-εις> [aˈpɔðɔsi] SUBST f

1. απόδοση (επιστροφή):

απόδοση

2. απόδοση (χαιρετισμού):

απόδοση

4. απόδοση (των σκέψεων άλλου, του νοήματος):

απόδοση

5. απόδοση (μηχανής, εργάτη):

απόδοση

6. απόδοση (καταλογισμός):

απόδοση

απόδοση SUBST

Entrada creada por un usuario
απόδοση QUÍM.

Ejemplos de uso para απόδοση

απόδοση f εσόδων ECON.
απόδοση f μετοχών
απόδοση f συμμετοχής
απόδοση f παραγωγής
απόδοση f ομολόγου
απόδοση f μεριδίου
μερισματική απόδοση
οριακή απόδοση
απόδοση εσόδων
απόδοση μετοχών
ετήσια απόδοση
κβαντική απόδοση ELECTRNIA.
απόδοση παραγωγής
απόδοση συμμετοχής ECON.

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский