griego » alemán

φίλτρο1 [ˈfiltrɔ] SUBST nt (για φιλτράρισμα)

φίλτρο
Filter m o nt
φίλτρο αέρα
Luftfilter m o nt
βιολογικό φίλτρο
Biofilter m o nt
διορθωτικό φίλτρο FOTO
ηλεκτρικό φίλτρο
Elektrofilter m o nt
φίλτρο του καφέ
Kaffeefilter m o nt
φίλτρο λαδιού
Ölfilter m o nt
πολωτικό φίλτρο, φίλτρο πόλωσης
φίλτρο φωτός
Lichtfilter m o nt
φίλτρο συμβολής FÍS.
φίλτρο χνουδιών
Flusenfilter m o nt
φίλτρο χρώματος, χρωματικό φίλτρο FOTO
Farbfilter m o nt
ζωνοπερατό φίλτρο
ενεργό/παθητικό φίλτρο ELECTRNIA.

φίλτρο2 [ˈfiltrɔ] SUBST nt

1. φίλτρο (μαγικό φάρμακο):

φίλτρο

2. φίλτρο (στοργή):

φίλτρο
Liebe f
μητρικό φίλτρο

Ejemplos de uso para φίλτρο

πολωτικό φίλτρο, φίλτρο πόλωσης
φίλτρο χρώματος, χρωματικό φίλτρο FOTO
Farbfilter m o nt
φίλτρο nt συμβολής
μητρικό φίλτρο
ντεγκραντέ φίλτρο nt FOTO
χρωματικό φίλτρο
βιολογικό φίλτρο
Biofilter m o nt
διορθωτικό φίλτρο FOTO
ηλεκτρικό φίλτρο
φίλτρο λαδιού
Ölfilter m o nt
φίλτρο φωτός
φίλτρο χνουδιών
φίλτρο αέρα
Luftfilter m o nt
πολωτικό φίλτρο

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский