griego » alemán

σπουδαί|ος <-α, -ο> [spuˈðɛɔs] ADJ.

1. σπουδαίος (σημαντικός):

2. σπουδαίος (πολύ καλός, ασυνήθιστος):

besondere(r, s)

σπουδαστής (σπουδάστρια) [spuðasˈtis, spuˈðastria] SUBST m/f (f)

σπουδαιότητα [spuðɛˈɔtita] SUBST f

σπουδασμέν|ος <-η, -ο> [spuðazˈmɛnɔs] ADJ.

σπουδαστήριο [spuðasˈtiriɔ] SUBST nt

I . σπουδά|ζω <-σα [ή -ξα], -γμένος [ή -σμένος] > [spuˈðazɔ] VERB intr.

II . σπουδά|ζω <-σα [ή -ξα], -γμένος [ή -σμένος] > [spuˈðazɔ] VERB trans.

1. σπουδάζω (κάποια επιστήμη):

2. σπουδάζω (τα παιδιά μου):

σπουργίτης [spurˈjitis] SUBST m, σπουργίτι [spurˈjiti] SUBST nt

Ιουδαί|ος (-α) [i̯uˈðɛ|ɔs, -a] SUBST m/f (f)

σπουδή [spuˈði] SUBST f

1. σπουδή UNIV.:

Studium nt

2. σπουδή (βιασύνη):

Eile f

3. σπουδή MÚS.:

Etüde f

σπουδές [spuˈðɛs] SUBST f pl.

σπορέλαιο [spɔˈrɛlɛɔ] SUBST nt

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский