griego » alemán

περιβολάρ|ης <-ηδες> [pɛrivɔˈlaris] SUBST m, περιβολάρισσα [pɛrivɔˈlarisa] SUBST f

σερβιτόρος (σερβιτόρα, σερβιτόρισσα) [sɛrviˈtɔrɔs, sɛrviˈtɔra, sɛrviˈtɔrisa] SUBST m (f)

σερβιτόρος (σερβιτόρα, σερβιτόρισσα)
Kellner(in) m (f)

πορτιέρ|ης <-ηδες> [pɔrˈtçɛris] SUBST m, πορτιέρισσα [pɔrˈtçɛrisa] SUBST f

εισπράκτορας [isˈpraktɔras], εισπράχτορας [isˈpraxtɔras] SUBST m, εισπρακτόρισσα [isprakˈtɔrisa], εισπραχτόρισσα [ispraxˈtɔrisa] SUBST f

1. εισπράκτορας (γενικά):

Kassierer(in) m (f)

2. εισπράκτορας (σε τρένο):

Schaffner(in) m (f)

καραβοκύρ|ης <-ηδες> [karavɔˈciris] SUBST m, καραβοκύρισσα [karavɔˈcirisa] SUBST f

1. καραβοκύρης (πλοιοκτήτης):

2. καραβοκύρης (πλοίαρχος):

δερματέμπορος [ðɛrmaˈtɛmbɔrɔs] SUBST m, δερματεμπόρισσα [ðɛrmatɛmˈbɔrisa] SUBST f

σερβίτσιο [sɛrˈvitsçɔ] SUBST nt

μάστορας <μάστοροι [ή μαστόροι] > [ˈmastɔras] SUBST m, μαστόρισσα [masˈtɔrisa] SUBST f

1. μάστορας (αρχιτεχνίτης, δεξιοτέχνης):

Meister(in) m (f)

2. μάστορας (τεχνίτης):

Handwerker(in) m (f)

σιτέμπορος [siˈtɛmbɔrɔs], σιτέμπορας [siˈtɛmbɔras] SUBST m, σιτεμπόρισσα [sitɛmˈbɔrisa] SUBST f

νοικάρ|ης <-ηδες> [niˈkaris] SUBST m, νοικάρισσα [niˈkarisa] SUBST f

καβαλάρ|ης <-ηδες> [kavaˈlaris] SUBST m, καβαλάρισσα [kavaˈlarisa] SUBST f

μπεκιάρ|ης <-ηδες> [bɛˈcaris] SUBST m, μπεκιάρισσα [bɛˈcarisa] SUBST f

σερβιτσάλι SUBST

Entrada creada por un usuario

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский