griego » alemán

Traducciones de „προσωπικού“ en el diccionario griego » alemán (Ir a alemán » griego)

γραφείο προσωπικού nt
διευθυντής προσωπικού
έξοδα nt pl. προσωπικού
δαπάνες f pl. προσωπικού
έλλειψη f προσωπικού
γραφείο προσωπικού nt
δαπάνες f pl. προσωπικού
διοίκηση προσωπικού
επιμόρφωση προσωπικού
συμβούλιο προσωπικού
εκπροσώπηση προσωπικού ECON.
τμήμα προσωπικού
δαπάνες f pl. πρόσληψης (προσωπικού)
γενικά έξοδα nt pl. προσωπικού
επιπρόσθετα έξοδα nt pl. προσωπικού
μείωση f του προσωπικού
αντιπρόσωπος του προσωπικού
αντιπροσωπία του προσωπικού
γενικό συμβούλιο προσωπικού

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский