griego » alemán

υδροαεριοποίησ|η <-εις> [iðrɔaɛriɔˈpiisi] SUBST f

περιφερειακ|ός <-ή, -ό> [pɛrifɛriaˈkɔs] ADJ.

2. περιφερειακός INFORM.:

Peripherie-

οικειοποίησ|η <-εις> [iciɔˈpiisi] SUBST f

τελειοποίησ|η <-εις> [tɛliɔˈpiisi] SUBST f

αεριοποίησ|η <-εις> [aɛriɔˈpiisi] SUBST f

περιφρόνησ|η <-εις> [pɛriˈfrɔnisi] SUBST f

1. περιφρόνηση (μη υπολόγιση: συνθήκες, νόμο κτλ):

2. περιφρόνηση (καταφρόνηση):

3. περιφρόνηση (επίδειξη προσβλητικής αδιαφορίας):

περιφέρεια [pɛriˈfɛria] SUBST f

1. περιφέρεια (κύκλου):

Umfang m

3. περιφέρεια (απόκεντρες περιοχές):

αστριοποίησ|η <-εις> [astriɔˈpiisi] SUBST f

ψηφιοποίησ|η <-εις> [psifiɔˈpiisi] SUBST f INFORM.

αποικιοποίησ|η <-εις> [apiciɔˈpiisi] SUBST f

περιθωριοποίηση SUBST

Entrada creada por un usuario

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский