griego » alemán

αμέτρητ|ος <-η, -ο> [aˈmɛtritɔs] ADJ.

1. αμέτρητος (φορές, λάθη):

unzählige Male nt pl.

2. αμέτρητος (ανυπολόγιστης πια έκτασης: κακό, πλήθη):

οδομετρητής [ɔðɔmɛtriˈtis] SUBST m (στο αυτοκίνητο)

μετρικ|ός <-ή, -ό> [mɛtriˈkɔs] ADJ.

1. μετρικός (που εξακριβώνει το πλήθος):

Zähl-

2. μετρικός (που προσδιορίζει το βαθμό: θερμοκρασίας κτλ):

Mess-

3. μετρικός (μονάδα):

Maß-

5. μετρικός (σχετικός με την ποίηση):

μετρημέν|ος <-η, -ο> [mɛtriˈmɛnɔs] ADJ.

1. μετρημένος (αριθμός πραγμάτων):

2. μετρημένος (δωμάτιο, οικόπεδο):

3. μετρημένος (υπολογισμένος, λογαριασμένος):

4. μετρημένος (συνετός):

5. μετρημένος (μετριόφρονας):

βυθομετρητής [viθɔmɛtriˈtis] SUBST m

μετρήσιμ|ος <-η, -ο> [mɛˈtrisimɔs] ADJ.

μετριά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [mɛtriˈazɔ] VERB trans.

1. μετριάζω (γενικά):

2. μετριάζω (χαμηλώνω, ελαττώνω):

3. μετριάζω (πόνο):

μετρίασ|η <-εις> [mɛˈtriasi] SUBST f, μετριασμός [mɛtriazˈmɔs] SUBST m

1. μετρίαση (γενικά):

2. μετρίαση (χαμήλωση, ελάττωση):

3. μετρίαση (πόνου):

μετριότητα [mɛtriˈɔtita] SUBST f

μετρονόμος [mɛtrɔˈnɔmɔs] SUBST m

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский