griego » alemán

καταδότης (καταδότρ(ι)α) [kataˈðɔtis, kataˈðɔtr(i)a] SUBST m/f (f)

καταδότης (καταδότρ(ι)α)
Denunziant(in) m (f)

καταδρομή [kataðrɔˈmi] SUBST f MILIT.

κατάδοσ|η <-εις> [kaˈtaðɔsi] SUBST f (σε αρμόδιες αρχές)

καταδίκη [kataˈðici] SUBST f

κατ|αδίνω [kataˈðinɔ], κατ|αδίδω [kataˈðiðɔ] <-έδωσα [ή -άδωσα] > VERB trans.

καταδιοπτρική [kataðiɔptriˈci] SUBST f

καταδύ|ομαι <-θηκα> [kataˈðiɔmɛ] VERB v. refl.

1. καταδύομαι (γενικά):

2. καταδύομαι (για κολυμβητή):

καταδ|ιώκω <-ίωξα, -ιώχτηκα, -ιωγμένος> [kataðiˈɔkɔ] VERB trans.

καταδίωξ|η <-εις> [kataˈðiɔksi] SUBST f

1. καταδίωξη (γενικά):

2. καταδίωξη (αστυνομική):

Fahndung f +gen. nach +dat.

I . καταδέχ|ομαι <-τηκα> [kataˈðɛxɔmɛ] VERB v. refl.

II . καταδέχ|ομαι <-τηκα> [kataˈðɛxɔmɛ] VERB depo. trans.

καταδρομικό [kataðrɔmiˈkɔ] SUBST nt

κατάδυσ|η <-εις> [kaˈtaðisi] SUBST f

1. κατάδυση (γενικά):

3. κατάδυση DEP. (κολυμπώντας):

καταδεχτικ|ός <-ή, -ό> [kataðɛxtiˈkɔs] ADJ.

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский