griego » alemán

Traducciones de „ημερολόγιο“ en el diccionario griego » alemán (Ir a alemán » griego)

ημερολόγιο [imɛrɔˈlɔjiɔ] SUBST nt

1. ημερολόγιο (σύστημα, ημεροδείκτης, για επαγγελματική χρήση):

ημερολόγιο
γρηγοριανό/ιουλιανό ημερολόγιο
ηλιακό ημερολόγιο
ημερολόγιο γραφείου
επιτραπέζιο ημερολόγιο
ημερολόγιο τοίχου
ημερολόγιο τσέπης

2. ημερολόγιο:

ημερολόγιο NÁUT., AERO.
Logbuch nt

3. ημερολόγιο (ατομικό βιβλίο):

ημερολόγιο
κρατώ ημερολόγιο

Ejemplos de uso para ημερολόγιο

ηλιακό ημερολόγιο
ημερολόγιο γραφείου
επιτραπέζιο ημερολόγιο
ημερολόγιο τοίχου
ημερολόγιο τσέπης
κρατώ ημερολόγιο
γρηγοριανό ημερολόγιο

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский