griego » alemán
Los resultados a continuación se escriben de forma parecida: ηδονιστής , ηδονιστικός , κονίστρα , δράστρια y/e ηδονισμός

ηδονιστής (ηδονίστρια) [iðɔnisˈtis, iðɔˈnistria] SUBST m/f (f)

1. ηδονιστής (φιλήδονος):

ηδονιστής (ηδονίστρια)

2. ηδονιστής (οπαδός του ηδονισμού):

ηδονιστής (ηδονίστρια)
Hedonist(in) m (f)

ηδονιστικ|ός <-ή, -ό> [iðɔnistiˈkɔs] ADJ.

1. ηδονιστικός FILOS.:

2. ηδονιστικός (αισθησιακός):

ηδονισμός [iðɔnizˈmɔs] SUBST m

1. ηδονισμός (σεξουαλικά):

Lust f

2. ηδονισμός FILOS.:

δράστης [ˈðrastis] SUBST m, δράστιδα [ˈðrastiða], δράστρια [ˈðrastria] SUBST f

κονίστρα [kɔˈnistra] SUBST f και fig.

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский