alemán » griego

Traducciones de „εισοδηματική“ en el diccionario alemán » griego (Ir a griego » alemán)

εισοδηματική διαστρωμάτωση f
εισοδηματική πολιτική f
εισοδηματική πηγή f
griego » alemán

Traducciones de „εισοδηματική“ en el diccionario griego » alemán (Ir a alemán » griego)

εισοδηματική ψαλίδα ECON.
εισοδηματική κατάσταση
εισοδηματική ομάδα
εισοδηματική ανισότητα
f
εισοδηματική ανισότητα
εισοδηματική ανισότητα
εισοδηματική διαστρωμάτωση
εισοδηματική ελαστικότητα
εισοδηματική κυκλοφορία
εισοδηματική πολιτική
εισοδηματική πυραμίδα
εισοδηματική ψαλίδα
εισοδηματική πυραμίδα ECON.

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский