griego » alemán

γραφικ|ός <-ή, -ό> [ɣrafiˈkɔs] ADJ.

1. γραφικός (σχετικός με το γράψιμο):

γραφικός
Schreib-
γραφικός χαρακτήρας

3. γραφικός fig. (που γοητεύει ως θέαμα):

γραφικός

4. γραφικός LING.:

γραφικός ενεστώτας

γραφικός ADJ.

Entrada creada por un usuario
γραφικός

γραφικός ADJ.

Entrada creada por un usuario
γραφικός (περιγραφή) fig.

Ejemplos de uso para γραφικός

γραφικός εξισωτής
γραφικός χαρακτήρας
γραφικός ενεστώτας

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский