griego » alemán

απόκρουσ|η <-εις> [aˈpɔkrusi] SUBST f

1. απόκρουση (επιτιθέμενου):

Abwehr f

2. απόκρουση (προσφοράς):

αποκτήνωσ|η <-εις> [apɔˈktinɔsi] SUBST f

απόκτημα [aˈpɔktima] SUBST nt

επιλύουσα [ɛpiˈliusa] SUBST f MAT.

αποκολλ|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [apɔkɔˈlɔ] VERB trans. και fig.

απόκομμα [aˈpɔkɔma] SUBST nt

1. απόκομμα (κειμένου, εφημερίδας):

2. απόκομμα (λόγου):

Auszug m

3. απόκομμα (πορσελάνης):

αποκοτιά [apɔkɔˈtça] SUBST f

απ|οκρούω <-έκρουσα, -οκρούστηκα> [apɔˈkruɔ] VERB trans.

1. αποκρούω (επίθεση):

2. αποκρούω (επιχείρημα, προσφορά):

αποκρουστικ|ός <-ή, -ό> [apɔkrustiˈkɔs] ADJ. (πράξη, πράγμα)

αποκτηνώ|νω [apɔktiˈnɔnɔ] VERB trans.

αρχαΐζουσα [arxaˈizusa] SUBST f (γλώσσα)

πρωτεύουσα [prɔˈtɛvusa] SUBST f

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский