griego » alemán

αξιολόγησ|η <-εις> [aksiɔˈlɔjisi] SUBST f

1. αξιολόγηση (γενικά):

αξιολόγηση
αξιολόγηση
αξιολόγηση φερεγγυότητας
ενδιάμεση αξιολόγηση
αξιολόγηση των εξόδων
αξιολόγηση του κινδύνου

2. αξιολόγηση ENS.:

αξιολόγηση

αξιολόγηση SUBST

Entrada creada por un usuario

Ejemplos de uso para αξιολόγηση

αξιολόγηση f φερεγγυότητας
αξιολόγηση f ποιότητας
αξιολόγηση φερεγγυότητας
ενδιάμεση αξιολόγηση
αξιολόγηση των εξόδων
αξιολόγηση του κινδύνου

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский