griego » alemán

ανακαλ|ώ <-είς, -εσα, -έστηκα, -εσμένος> [anakaˈlɔ] VERB trans.

2. ανακαλώ (από υπηρεσία):

3. ανακαλώ (ακυρώνω):

4. ανακαλώ (ό,τι είπα):

5. ανακαλώ (υπόσχεση):

6. ανακαλώ INFORM. (δεδομένα):

ανάβασ|η <-εις> [aˈnavasi] SUBST f

I . αναλώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [anaˈlɔnɔ] VERB trans.

1. αναλώνω (καύσιμα, αποθέματα):

2. αναλώνω (τρόφιμα, τσιγάρα):

II . αναλώνομαι VERB v. refl.

ανακλ|ώ <-άς, -ασα, -άστηκα> [anaˈklɔ] VERB trans.

αναπολ|ώ <-είς, -ησα> [anapɔˈlɔ] VERB trans.

I . ανά|βω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [aˈnavɔ] VERB trans.

2. ανάβω (φως):

3. ανάβω (τηλεόραση):

4. ανάβω fig. (ερεθίζω):

II . ανά|βω <-ψα, -φτηκα, -μμένος> [aˈnavɔ] VERB intr.

αν|αλύω <-έλυσα, -αλύθηκα, -αλυμένος> [anaˈliɔ] VERB trans.

2. αναλύω (εξετάζω) QUÍM.:

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский