griego » alemán

ακρίβεια1 [aˈkrivja] SUBST f (υψηλή τιμή)

ακρίβεια2 [aˈkrivia] SUBST f

1. ακρίβεια (ρολογιού, μετάφρασης):

ακρίβεια
με μεγάλη ακρίβεια
με μαθηματική ακρίβεια
για (την) ακρίβεια

2. ακρίβεια (επιμέλεια):

ακρίβεια

3. ακρίβεια (για χαρακτήρα: στην ώρα):

ακρίβεια

Ejemplos de uso para ακρίβεια

με μεγάλη ακρίβεια
με μαθηματική ακρίβεια
για (την) ακρίβεια

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский