griego » alemán

I . ανόητ|ος <-η, -ο> [aˈnɔitɔs] ADJ.

1. ανόητος (αστόχαστος, χαζός):

2. ανόητος (ηλίθιος):

II . ανόητ|ος <-η, -ο> [aˈnɔitɔs] SUBST m (βλάκας)

αμύητ|ος <-η, -ο> [aˈmiitɔs] ADJ.

άψητ|ος <-η, -ο> [ˈapsitɔs] ADJ.

1. άψητος (φαγητό σε κατσαρόλα ή φούρνο):

2. άψητος (κρέας σε τηγάνι):

3. άψητος fig. (ανώριμος):

αήττητ|ος <-η, -ο> [aˈititɔs] ADJ.

1. αήττητος (που δε νικήθηκε):

2. αήττητος (που δε νικιέται):

άηχ|ος <-η, -ο> [ˈaixɔs] ADJ. LING.

Κήτος [ˈcitɔs] SUBST nt ASTRON.

ψητ|ός <-ή, -ό> [psiˈtɔs] ADJ.

αηδ|ής <-ής, -ές> [aiˈðis] ADJ.

αετός [aɛˈtɔs], αϊτός [aiˈtɔs] SUBST m

1. αετός ZOOL.:

Adler m

2. αετός (χαρταετός):

3. αετός ASTRON.:

Adler m

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский