griego » alemán

πινέζα [piˈnɛza] SUBST f

κινεζικ|ός <-ή, -ό> [cinɛziˈkɔs] ADJ.

Δανέζα

Δανέζα s. Δανός

Véase también: Δανός

Δανός [ðaˈnɔs] SUBST m, Δανή [ðaˈni], Δανέζα [ðaˈnɛza] SUBST f

κινίνη [ciˈnini] SUBST f QUÍM.

κινάση [ciˈnasi] SUBST f QUÍM.

κίνημα [ˈcinima] SUBST nt

2. κίνημα (πραξικόπημα):

Putsch m

3. κίνημα (ναυτικού):

4. κίνημα (αποφασιστική ενέργεια, διάβημα):

κινητό [ciniˈtɔ] SUBST nt

Κινέζικα [ciˈnɛzika] SUBST nt pl.

1. Κινέζικα coloq. (Κινεζικά):

Chinesisch nt sing.

2. Κινέζικα (ακαταλαβίστικα):

Kauderwelsch nt sing.

I . κιν|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ciˈnɔ] VERB trans.

1. κινώ (το χέρι, ένα αντικείμενο κτλ):

3. κινώ (παρακινώ):

4. κινώ (προωθώ):

II . κιν|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ciˈnɔ] VERB intr.

1. κινώ (ξεκινώ: ως πεζός):

2. κινώ (ξεκινώ: με όχημα):

III . κινούμαι o κινιέμαι VERB v. refl.

2. κινούμαι o κινιέμαι (ενεργώ κάπως, κάνω κάτι):

4. κινούμαι o κινιέμαι (έχω κινητήρια δύναμη):

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский