griego » alemán

εμπορικ|ός <-ή, -ό> [ɛmbɔriˈkɔs] ADJ.

εμπορικός
Handels-, kaufmännisch
εμπορικός γίγας
Warenproben f pl.
Handel m
Geschäftswelt f sing.
Handel m sing.
εμπορικός συνεταιρισμός

εμπορικός ADJ.

Entrada creada por un usuario
εμπορικός

Ejemplos de uso para εμπορικός

εμπορικός αποκλεισμός
εμπορικός συνασπισμός ECON.
εμπορικός νόμος
εμπορικός εταίρος
εμπορικός ακόλουθος
εμπορικός διανομέας
εμπορικός πόλεμος
εμπορικός αντιπρόσωπος
εμπορικός μεσάζοντας
εμπορικός φραγμός
εμπορικός δασμός
εμπορικός πράκτορας
Vertreter(in) m (f)
εμπορικός γίγας
εμπορικός συνεταιρισμός
εμπορικός στόλος

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский