griego » alemán

Traducciones de „υπηρεσία“ en el diccionario griego » alemán (Ir a alemán » griego)

υπηρεσία [ipirɛˈsia] SUBST f

2. υπηρεσία ECON. (άυλο προϊόν):

υπηρεσία

3. υπηρεσία (γραφείο, κέντρο, αρχή):

υπηρεσία
υπηρεσία
Amt nt
υπηρεσία
ειδική υπηρεσία
μετεωρολογική υπηρεσία
μυστική υπηρεσία
υπηρεσία εκκαθάρισης ECON.
υπηρεσία εκκαθάρισης ECON.

4. υπηρεσία (υπηρετικό προσωπικό):

υπηρεσία

5. υπηρεσία (υπηρέτης):

υπηρεσία
Diener m

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский