griego » alemán

Traducciones de „στρώμα“ en el diccionario griego » alemán (Ir a alemán » griego)

στρώμα [ˈstrɔma] SUBST nt

1. στρώμα (κάποιας ύλης, κοινωνικό):

στρώμα
ενδιάμεσο στρώμα
κοινωνικό στρώμα
στρώμα όζοντος
στρώμα ομίχλης

2. στρώμα (κρεβατιού):

στρώμα
στρώμα από αφρολέξ
φουσκωτό στρώμα

Ejemplos de uso para στρώμα

στρώμα nt ομίχλης
στρώμα nt τέφρας
στρώμα nt λάβας
στρώμα nt όζοντος
στρώμα nt πυριτίου
βασαλτικό στρώμα GEOL.
ενδιάμεσο στρώμα
κοινωνικό στρώμα
στρώμα όζοντος
στρώμα ομίχλης
φουσκωτό στρώμα
γρανιτικό στρώμα GEOL.
οριακό στρώμα
στρώμα από αφρολέξ

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский