griego » alemán

στοιχείο [stiˈçiɔ] SUBST nt

1. στοιχείο (μέρος, μόριο):

στοιχείο QUÍM., MAT.
Element nt
είμαι στο στοιχείο μου
οικονομικό στοιχείο αξίας
χημικό στοιχείο
αμιγές χημικό στοιχείο
αρνητικό/θετικό στοιχείο
μέγιστο στοιχείο MAT.
μικτό στοιχείο QUÍM.
ουδέτερο στοιχείο
ουδέτερο στοιχείο εξ αριστερών MAT.
ραδιενεργό στοιχείο
φωτοβολταϊκό στοιχείο
Angaben f pl.
Daten pl.
Grundlagen f pl.
ακατέργαστα στοιχείο
Rohdaten pl.
Vermögen nt sing.
Sachanlagen f pl.
Sachvermögen nt sing.
Anlagevermögen nt sing.

2. στοιχείο (συστατικό):

στοιχείο
κύριο στοιχείο

3. στοιχείο (παράγοντας):

στοιχείο
Faktor m

4. στοιχείο TIPOGR.:

στοιχείο
Type f

στοιχείο SUBST

Entrada creada por un usuario
αυτοφυές στοιχείο QUÍM.

στοιχειό [stiˈçɔ] SUBST nt

Ejemplos de uso para στοιχείο

στοιχείο nt καυσίμου
στοιχείο nt πόλωσης
ταυτοδύναμο στοιχείο
επτασθενές στοιχείο
βαρυκεντρικό στοιχείο
μονοσθενές στοιχείο
φωτοβολταϊκό στοιχείο
χημικό στοιχείο
θερμαντικό στοιχείο
ραδιενεργό στοιχείο FÍS.
μέγιστο στοιχείο MAT.
μικτό στοιχείο QUÍM.
ουδέτερο στοιχείο
ακατέργαστα στοιχείο
πεντασθενές στοιχείο
κύριο στοιχείο
εξασθενές στοιχείο

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский