griego » alemán

πραγματιστής (πραγματίστρια) [praɣmatisˈtis, praɣmaˈtistria] SUBST m/f (f)

πραγματιστής (πραγματίστρια)
Pragmatist(in) m (f)

πραγματισμός [praɣmatizˈmɔs] SUBST m

πραγματικά [praɣmatiˈka] ADV.

πραγματικ|ός <-ή, -ό> [praɣmatiˈkɔs] ADJ.

1. πραγματικός (αληθινός):

2. πραγματικός (γνήσιος, όχι ψεύτικος):

πραγματεία [praɣmaˈtia] SUBST f

πραγματοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [praɣmatɔpiˈɔ] VERB trans.

πραγματολογία [praɣmatɔlɔˈjia] SUBST f LING.

πραγματοκρατία [praɣmatɔkraˈtia] SUBST f

πραγματογνωσία [praɣmatɔɣnɔˈsia] SUBST f

1. πραγματογνωσία (γνώση των πραγμάτων):

πράγματι [ˈpraɣmati] ADV.

πραγματεύ|ομαι <-τηκα> [praɣmaˈtɛvɔmɛ] VERB depo. trans.

φλαουτίστας [flauˈtistas] SUBST m, φλαουτίστα [flauˈtista], φλαουτίστρια [flauˈtistria] SUBST f

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский