griego » alemán

πλειοψηφία [pliɔpsiˈfia], πλειονοψηφία [pliɔnɔpsiˈfia] SUBST f

πλειοψηφία
πλειοψηφία
δεσμεύουσα πλειοψηφία DER.
διπλή πλειοψηφία UE
(ενισχυμένη) ειδική πλειοψηφία POL., UE
σιωπηρή πλειοψηφία
ψήφιση f κατά πλειοψηφία POL.

πλειοψηφία SUBST

Entrada creada por un usuario
σιωπηλή πλειοψηφία

Ejemplos de uso para πλειοψηφία

πλειοψηφία f μετοχών
δεσμεύουσα πλειοψηφία DER.
διπλή πλειοψηφία UE
σιωπηρή πλειοψηφία
απόλυτη πλειοψηφία
ψήφιση f κατά πλειοψηφία POL.
(ενισχυμένη) ειδική πλειοψηφία POL., UE
ψήφιση κατά πλειοψηφία

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский