griego » alemán

κατοικία [katiˈcia] SUBST f

1. κατοικία (τόπος διαμονής):

κατοικία
κατοικία
κύρια κατοικία
μόνιμη κατοικία
χωρίς κατοικία

2. κατοικία (σπίτι):

κατοικία
Haus nt
ανεξάρτητη κατοικία

Ejemplos de uso para κατοικία

ανεξάρτητη κατοικία (σπίτι)
κύρια κατοικία
συλλογική κατοικία
χωρίς κατοικία
μόνιμη κατοικία
θαλαμηγός κατοικία
αλλάζω κατοικία/σπίτι

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский