griego » alemán

ενεργοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛnɛrɣɔpiˈɔ] VERB trans.

ενέργεια [ɛˈnɛrjia] SUBST f

2. ενέργεια (δράση: φαρμάκου):

3. ενέργεια FÍS.:

I . ενεργ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛnɛrˈɣɔ] VERB intr.

2. ενεργώ (φάρμακο: φέρνω αποτέλεσμα):

3. ενεργώ (προσπαθώ να επιτύχω):

II . ενεργ|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛnɛrˈɣɔ] VERB trans.

1. ενεργώ (εκτελώ, διεξάγω):

2. ενεργώ (έγγραφο):

III . ενεργούμαι VERB v. refl.

ενεργ|ός <-ή, -ό> [ɛnɛrˈɣɔs] ADJ.

ενεργητικ|ός <-ή, -ό> [ɛnɛrjitiˈkɔs] ADJ.

2. ενεργητικός (αποτελεσματικός):

ενεργούμενο [ɛnɛrˈɣumɛnɔ] SUBST nt (άνθρωπος)

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский