griego » alemán

διάσημα [ðiˈasima] SUBST nt pl.

διάσωσ|η <-εις> [ðiˈasɔsi] SUBST f

2. διάσωση (διατήρηση: μνημείων κτλ):

3. διάσωση (διατήρηση):

δι|ασπώ <-ασπάς, -έσπασα, -ασπάστηκα, -ασπασμένος> [ðiaˈspɔ] VERB trans.

1. διασπώ (σπάζω σε κομμάτια):

2. διασπώ και fig.:

3. διασπώ (αποκλεισμό):

δι|ασύρω <-έσυρα, -ασύρθηκα, -ασυρμένος> [ðiaˈsirɔ] VERB trans.

δι|ασώζω <-έσωσα, -ασώθηκα, -ασωσμένος> [ðiaˈsɔzɔ] VERB trans.

1. διασώζω (σώζω):

2. διασώζω (διατηρώ):

διάδημα [ðiˈaðima] SUBST nt

¿Quieres añadir alguna palabra, frase o traducción?

Proponnos una nueva entrada.

Página en Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский